- εξυμνώ
- εξύμνησα, εξυμνήθηκα, εξυμνημένος, μτβ., υμνώ κάποιον υπερβολικά, εγκωμιάζω, εκθειάζω, υμνολογώ.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
εξυμνώ — εξυμνώ, εξύμνησα βλ. πίν. 73 … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
εξυμνώ — (AM ἐξυμνῶ, έω) υμνώ ενθουσιωδώς, εγκωμιάζω … Dictionary of Greek
ἐξυμνῶ — ἐξυμνέω pres subj act 1st sg (attic epic doric) ἐξυμνέω pres ind act 1st sg (attic epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συμμέλπω — Μ εξυμνώ κάποιον μαζί με άλλον. [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + μέλπω «εξυμνώ, τραγουδώ»] … Dictionary of Greek
αγάζω — ἀγάζω (Α) [ἄγαν] εξυψώνω υπέρμετρα, εκθειάζω, εξυμνώ … Dictionary of Greek
αγάλλομαι — (Α ἀγάλλομαι και ενεργ. ἀγάλλω) χαίρομαι, ευφραίνομαι αρχ. 1. δοξάζω, εκθειάζω, εξυμνώ 2. (και μέσ. με ενεργ. σημ.) τιμώ κάποιον 3. στολίζω 4. μέσ. υπερηφανεύομαι, καυχώμαι, κομπάζω. [ΕΤΥΜΟΛ. < *ἀγαλός, το οποίο πιθ. συγγενεύει με το ἀγα ,… … Dictionary of Greek
αθιβάλλω — και αθιβάνω 1. εκφράζω αμφιβολίες, αμφιβάλλω 2. συνομιλώ, συζητώ 3. ανταλλάσσω λόγια, φιλονικώ 4. μιλώ, διηγούμαι, επαινώ, εξυμνώ. [ΕΤΥΜΟΛ. < αφιβάλλω, με ανομοίωση του χειλικού συνεχόμενου συμφώνου φ σε θ, λόγω τού αμέσως ακολουθούντος,… … Dictionary of Greek
αινώ — ( έω) (Α αἰνῶ) (νεοελλ. μσν.) (με θρησκ. σημ.) δοξολογώ, υμνώ «αἰνεῑτε τὸν Κύριον ἐκ τῶν οὐρανῶν, αἰνεῑτε αὐτὸν ἐν τοῑς ὑψίστοις» αρχ. 1. λέγω, μιλώ για κάποιον ή κάτι 2. επαινώ, επιδοκιμάζω, εξυμνώ 3. συνιστώ, συμβουλεύω 4. συγκατατίθεμαι,… … Dictionary of Greek
αναξίμολπος — ἀναξίμολπος, η (Α) (επίθ. τής Ουρανίας) άνασσα, βασίλισσα τής μελωδίας. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἄναξ + μολπος < μέλπω «εξυμνώ, ψάλλω, τραγουδώ»] … Dictionary of Greek
αντισεμνύνομαι — ἀντισεμνύνομαι (AM) μσν. εξαίρω, εξυμνώ, εγκωμιάζω κι εγώ αρχ. υπερηφανεύομαι κι εγώ … Dictionary of Greek